μυλούμαι

μυλούμαι
μυλοῡμαι, -όομαι (Α)
(για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (πρβλ. μυλιῶ «τρίζω τα δόντια», μύλλω «συνουσιάζομαι με γυναίκα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυλητικός — μυλητικός, ή, όν (Α) φρ. «μυλητική ἔμπλαστρος» είδος φαρμάκου κατά τού πονόδοντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. ητικός, πιθ. μέσω αμάρτυρου *μυλητός (< μυλοῦμαι)] …   Dictionary of Greek

  • μυλιώ — μυλιῶ, άω (Α) (μόνο στην επ. μτχ. μυλιόωντες) τρίζω τα δόντια (α. «λυγρὸν μυλιόωντες ἀνὰ δρία... φεύγουσιν», Ησίοδ. β. «Ἡσίοδος, τὰ χείλη κινοῡντες, ἀπὸ τῆς ψυχρότητος, ἢ συνάγοντες, ἢ τὰς μύλας συγκρούοντες. Κράτης δὲ γράφει μαλκιόωντες. Ἔστι δὲ …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”