- μυλούμαι
- μυλοῡμαι, -όομαι (Α)(για τραύματα) γίνομαι σκληρός σαν τη μύλη, σκληρύνομαι, επουλώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη. Το ρ. που αποδίδει τη σημ. τού μύλη είναι το ρ. ἀλέω «αλέθω». Τα μετονοματικά παράγωγα τού μύλη είναι σπάνια και έχουν σημ. εξειδικευμένη και μεταφορική (πρβλ. μυλιῶ «τρίζω τα δόντια», μύλλω «συνουσιάζομαι με γυναίκα»)].
Dictionary of Greek. 2013.